μαργαριταρένιος, -ια, -ιο

μαργαριταρένιος, -ια, -ιο
κατασκευασμένος ή κοσμημένος με μαργαριτάρια, σεντεφένιος: Στην επέτειό τους της χάρισε ένα μαργαριταρένιο κολιέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαργαριταρένιος — α, ο (Μ μαργαριταρένιος, α, ο και μαργαριταρένος, α, ον) [μαργαριτάρι] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μαργαριτάρια ή στολισμένος με μαργαριτάρια («μαργαριταρένιο κολιέ») 2. μτφ. αυτός που έχει το χρώμα και τη λάμψη τού μαργαριταριού, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”